Friday, April 27, 2007

Σφάξε Με, Αγά Μου!

Ο Πέτρος Βενέτης, ανάμεσα στα άλλα έχει γράψει το «Αιτία Διαζυγίου», εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί (ένα βιβλίο που σαρκάζει το χώρο της διαφήμισης) και το «Αφού Μεγάλωσες Καλά Να Πάθεις» (ένα κωμικά αμπελοφιλοσοφικό βιβλίο γεμάτο ρητά). Στο δεύτερο αυτό βιβλίο παραθέτει ένα απόσπασμα από ένα άρθρο που είχε γράψει στο περιοδικό Status τον Αύγουστο του 93(Το τονίζω, το άρθρο γράφτηκε το 1993). Σκέφτηκα να το μοιραστώ μαζί σας επειδή μου θύμισε πολλές δικές μου παρόμοιες σκέψεις.

Σφάξε Με, Αγά Μου!

Ο κόσμος ανησυχεί. Κάθεται μακάριος με το καφεδάκι ή το ουζάκι ή το ουισκάκι ή το κρασάκι (αναλόγως ώρας και ορέξεως) κι ανησυχεί. Κάθε τόσο τραβάει και μια φωνή ανησυχίας «που στο διάολο θα πάει αυτή η κατάσταση;» ή φωνή απελπισίας «δεν είμαστε κράτος» και κάποτε κάποτε γίνεται επικίνδυνα απειλητικός: «Δεν θα ‘ρθουν οι εκλογές; Θα ρίξω λευκό. Όλοι τα ίδια κουμάσια είναι». Κι αμέσως αλλάζει πλευρό ή πόδι στη δεύτερη καρέκλα ή χέρι στην τρίτη καρέκλα (αναλόγως τοποθεσίας και στάσεως).

Ο κόσμος ανησυχεί. Ανησυχεί και νιώθει απροστάτευτος. (Σημειώστε αυτή τη λέξη. Ίσως είναι η πηγή των πιο πολλών δεινών στην εποχή μας). Απροστάτευτος. Κυνηγημένος και απροστάτευτος.

Όταν είναι νέος, νιώθει απροστάτευτος απέναντι στο κατεστημένο κι αναζητάει τον πατερούλη (μοιραία μέσα απ’ το κατεστημένο). Όταν είναι πατέρας, νιώθει τα παιδιά του απροστάτευτα απ’ τους χίλιους δαιμόνιους που τα κυνηγάνε κι αναζητάει τον πατερούλη όλων των πατεράδων, που θα στήσει τα κάγκελα προστασίας των παιδιών (άσχετα αν βρεθεί κι αυτός μέσα τους). Όταν εργάζεται, νιώθει απροστάτευτος απέναντι στους εργοδότες κι αναζητάει τον δικό τους πατερούλη (επί το αδρότερο «πατέρα» κι ακόμα πιο στιβαρό «εργατοπατέρα»). ‘Όταν αγοράζει, νιώθει απροστάτευτος απέναντι σ’ αυτούς που πουλάνε και αναζητάει άλλους πατερούληδες να τον προστατεύσουν (χωρίς να λογαριάζει τα ανταλλάγματα). Και βρίσκει. Πάντοτε βρίσκει. Δε νομίζω να υπάρχει άλλο είδος που να προσφέρεται τόσο αφειδώς όσο οι πατερούληδες. Παντού.

Σ’ όλη τη γη, κατά χιλιάδες, υπάρχουν οι άνθρωποι που είναι έτοιμοι και διαθέσιμοι ν’ αγκαλιάσουν με στοργή (μέχρι σκασμού) τους απροστάτευτους όλου του κόσμου και να τους οδηγήσουν στο χρυσό κλουβί της απόλυτης προστασίας. (Θεέ μου, πόση ανία! Γι’ αυτό και μόνο θ’ άξιζε μια μικρή επανάσταση ενάντια στους προστάτες).

Ο κόσμος ανησυχεί. Ανησυχεί για όλα εκτός από τους προστάτες του. Γι’ αυτούς είναι σίγουρος κι ευγνώμων. Οι άνθρωποι αναλώνονται για το δικό τους καλό και χρησιμοποιούν τις θεϊκές τους ιδιότητες για να τον κρατούν προστατευμένο απ’ τους κακούς αυτού του κόσμου και να του δείχνουν το σωστό δρόμο της ζωής. Αρκεί να είναι υπάκουος.

Το σωστό δρόμο να πετύχει (περιλαμβανομένου και του τι είναι επιτυχία). Το σωστό τρόπο να σκέφτεται. Τις σωστές επιλογές (αν του δοθεί τέτοιο περιθώριο). Το σωστό είδος δράσης. Αν είναι υπάκουος, δεν έχει ανάγκη. Είναι ασφαλής. Που και που συνέρχεται και βλέπει κάτι «μέτρα» των πατερούληδων που κάπου περιορίζουν και τον ίδιο. «Μπα σύμπτωση θα ‘ναι».

«Δεν είναι δυνατόν. Οι περιορισμοί είναι για τους κακούς». Και συνεχίζει ήσυχος και αραχτός να ανησυχεί για όλα τ’ άλλα. Γύρω του σφίγγει ο κλοιός της προστασίας. «Αυτό δεν θα το φας, σου κάνει κακό. Αυτό δε θα το πιεις, αυτό δε θα το πεις, αυτό δε θα το ακούσεις. Αυτό το απαγορεύει η ΣΟΚ, αυτό το επιβάλλει η κυβέρνηση, αυτό το πέτυχαν οι γυναικείες οργανώσεις.»

Φοβάμαι ότι η ελευθερία του ατόμου κάνει κύκλους. Μόλις ο κόσμος τη θεωρήσει ένα απλό δεδομένο, τη διαθέτει εύκολα (ή μάλλον παρακαλεί να τη δώσει). Μόλις καταλάβει τι έχασε, επαναστατεί. Φοβάμαι ότι περνάμε μια τέτοια φάση του κύκλου σήμερα. Όχι μόνο εμείς. Όλος ο κόσμος, με πρώτη την Αμερική, που μπούχτισε την ελευθερία και τώρα κυνηγάει ο ένας τον άλλο για το παραμικρό. Γι’ αυτό ανησυχώ. Άντε, εβίβα!

Tuesday, April 10, 2007

Βοηθήστε το χωριό Καλιβάτσι

Αντιγράφω από το N.ago (http://agonek.blogspot.com)

Παρακαλείτε όποιος blogger το επιθυμεί, ας βάλει το συγκεκριμένο θέμα στο δικό του blog!

Το Καλιβάτσι(Kalivaci), είναι ένα ορεινό χωριό στο νομό Τεπελενίου στη νότια Αλβανία. Χωρισμένο σε πέντε μαχαλάδες, σε μια πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση, κάποτε, στις αρχές του
90’, απαριθμούσε περίπου 2000 κατοίκους και 350 οικογένειες! Μετά το άνοιγμα των συνόρων, όπως συνέβη παντού στην Αλβανία, κι από το χωριό αυτό, μετανάστευσε ο περισσότερος πληθυσμός. Σήμερα, έχουν μείνει κοντά 100 οικογένειες από τις οποίες, ενεργές είναι το 50% περίπου! Από αυτές προέρχονται και τα παιδιά του σχολείου του χωριού(Δημοτικό-Γυμνάσιο) που απαριθμεί 110 μαθητές. Αυτό, όμως, που πρέπει εδώ να σημειωθεί είναι ότι, η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που έχουν απομείνει εκεί, αν και υπάρχουν οι εξαιρέσεις, είναι αρκετά δύσκολη, για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Μαζί με τους δασκάλους και καθηγητές, έχουμε αναλάβει μια πρωτοβουλία που θα βοηθήσει έστω στο ελάχιστο, τους μαθητές του χωριού, και θα ελαφρύνει έστω λίγο τον οικογενειακό προϋπολογισμό των γονιών τους ,για το επερχόμενο σχολικό έτος.

Ξεκινώντας από εσάς τους επισκέπτες αυτού του ταπεινού blog, που η γνωριμία μεταξύ μας είναι εντελώς ανιδιοτελής και χωρίς κανένα συμφέρον, κάνω έκκληση σε όλους, όποιος μπορεί να βοηθήσει, ας το κάνει .
Αυτό που σκεφτήκαμε είναι να προσφέρουμε σε κάθε παιδί-μαθητή, στις 12 Αυγούστου που γιορτάζονται και τα 70 χρόνια της λειτουργίας του σχολείο, μια σχολική τσάντα για κάθε μαθητή μαζί με τη γραφική ύλη ( τετράδια, μολύβια, κασετίνα, γεωμετρικά σχήματα, πλαστελίνες) . Θα είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Πριν απευθυνθώ σε «έχοντες και κατέχοντες», ξεκινώ από εμάς που δεν μας περισσεύουν. Το σημείο συγκέντρωσες του υλικού, θα είναι η American Bank of Albania ( Εμμ.Μπενάκη 14 & Πανεπιστημιου 54) στην Αθήνα και για τη Θεσσαλονίκη, θα ενημερώσουμε πολύ σύντομα.
Όποιος πραγματικά θέλει να προσφέρει, ανώνυμα ή και επώνυμα, έχει την ευκαιρία να το κάνει. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να έρθετε σε επαφή στο προσωπικό μου e-mail που βρίσκεται πάνω δεξιά στην αρχή της σελίδας.
Σε όποιον το ζητήσει, θα δοθούν και τα τηλέφωνα επικοινωνίας με τη τράπεζα και τα δικά μου προσωπικά.
Θέλουμε να στείλουμε 105 τσάντες , όσο και οι μαθητές τη νέα χρονιά . Ας βρεθούμε τόσα άτομα που θα κάνουμε τα παιδάκια αυτά και τις οικογένειες τους χαρούμενα.
Αν θέλεις, μπορείς να βοηθήσεις!

Monday, April 02, 2007

Τα Γενέθλια

Κανείς δε μπορεί να μαντέψει την ηλικία του. Όλοι τον περνάνε για πολλά χρόνια νεότερο. Είναι που έχει ανακαλύψει χίλιους διαφορετικούς τρόπους να την καμουφλάρει. Πέρα από το νεανικό ντύσιμο και κούρεμα ή τη γυμνασμένο σώμα, αυτό που ξεγελά τους περισσότερους και κυρίως τις γυναίκες είναι το βλέμμα του που κρύβει μέσα του μια παιδική ψυχή. Η λάμψη στα μάτια του όταν ενθουσιάζεται, τα μούτρα που μπορεί να σου κρατήσει αν ξεχάσεις κάτι που εκείνος θεωρεί σημαντικό και αυτό το αχόρταγο πνεύμα που θέλει συνεχώς να ανακαλύπτει νέα πράγματα, συνθέτουν την εικόνα ενός ανθρώπου που απλά ξέχασε να μεγαλώσει.

Περνάνε τα χρόνια και εκείνος νιώθει πάντα 20 χρονών. Δεν είναι ότι η ζωή τον έχει κακομάθει, αντιθέτως. Ο σοφός νέος παίρνει τα μαθήματα της και προχωράει παρακάτω, όχι πάντα τόσο εύκολα όσο θα ήθελε. Λένε, όμως, ότι η εμπειρία δεν κρύβεται. Είναι αλήθεια. Αν πλησιάσεις λίγο πιο κοντά στο πρόσωπο του, θα προσέξεις τις ύπουλες ρυτίδες που έχουν σχηματιστεί γύρω από τα μάτια του. Αν τον αιφνιδιάσεις πρωί πρωί, πριν προλάβει να ξυριστεί, θα παρατηρήσεις τις πρώτες υποψίες από τα άσπρα γένια του. Μπορεί και να τον δεις να φοράει γυαλιά πρεσβυωπίας για να διαβάσει την πρωινή αλληλογραφία του. Και αν μπορούσες να τον δεις τα βράδια όταν γυρνάει μόνος σπίτι του, θα έβλεπες μια μάλλον κωμική προσπάθεια του να κάνει μασάζ στους ώμους του.

Σήμερα είχε τα γενέθλια του. Όλh τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε βαρύς από το κρεβάτι του και όσο κρύο νερό και αν έριχνε στο πρόσωπο του, δεν μπορούσε να διώξει την κούραση από πάνω του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αυτό το γερασμένο πρόσωπο ήταν το δικό του; Πήρε την πετσέτα στα χέρια του και την άφησε να χαϊδέψει απαλά κάθε του ρυτίδα, να περιεργαστεί τη νέα πραγματικότητα. Έφτιαξε βιαστικός ένα καφέ και έφυγε για τη δουλειά. Το κινητό το άφησε κλειστό στο σπίτι. Δεν ήθελε να απαντήσει σε αυτήν την ευχή- κατάρα που του υπενθύμιζε ότι είχε ήδη ζήσει «χρόνια πολλά».

Το βράδυ πήγε να γιορτάσει μόνος του. Το τρίτο ποτήρι με το Ουίσκι, που δεν ήταν διαφορετικό σε γεύση από τα προηγούμενα δύο, ήταν η μόνη του συντροφιά. Το περιεχόμενο του ποτηριού κυμάτιζε ελαφρά, όπως είχαν αρχίσει να τρεκλίζουν και οι σκέψεις του.

Επιτέλους πέρασε η μέρα αυτή. Σε λίγο θα ξημέρωνε και εκείνος γυρνούσε σπίτι του. Λίγο πριν γυρίσει το κλειδί της πόρτας κοντοστάθηκε. Ο θόρυβος από ένα σκουριασμένο και τσαλαπατημένο κονσερβοκούτι τον έκανε να γυρίσει. Ένας γέρος μεθύστακας και άστεγος προφανώς, το είχε πατήσει κατά λάθος όταν εκείνο βρέθηκε στο δρόμο του. Φορούσε τα κουρέλια της ζωής του και περπατούσε με δυσκολία εξαιτίας της καμπούρας που τον ανάγκαζε να κοιτάει στο έδαφος και να μην μπορεί να δει την υπέροχη ανατολή του ήλιου.

Μόνο ένας από τους δύο τους μπορούσε να τη δει και στεκόταν με δέος απέναντι στην ομορφιά της άφθαρτης φύσης. Πήρε μια βαθιά ανάσα θάρρους και το παιδί μέσα του είπε αποφασίστηκα: «Δεν θα καταλήξω ποτέ έτσι!», εννοώντας την δίχως όνειρα πια ύπαρξη που κατέβαινε την κατηφόρα με αργά και ασταθή βήματα.