Thursday, June 22, 2006

Ο καφές

Καλοκαίρι, Σάββατο πρωί. Τέσσερις συμφοιτήτριες πίνουν τον καφέ τους σε μία από τις πολλές φοιτητικές καφετέριες της Καμάρας. Έχει πολύ ζέστη και η υγρασία της πόλης κάνει τα ρούχα να κολλάνε πάνω στα σώματα των κοριτσιών. Στο τραπέζι βρίσκονται τέσσερις φραπέδες, τέσσερα κινητά, δύο πακέτα τσιγάρα και ένα τάβλι με τα πούλια απλωμένα για ένα παιχνίδι που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
«Κάνει φοβερή ζέστη σήμερα!» λέει η Ιωάννα ανάβοντας ένα τσιγάρο .
Η Βάσω συμφωνεί, φτιάχνοντας παράλληλα το στενό κόκκινο ξώπλατο μπλουζάκι της. Εκείνη τη στιγμή περνάει ο μελαχρινός σερβιτόρος που είναι και ο λόγος που τα κορίτσια ήρθαν εδώ ή μάλλον που η Βάσω τις έψησε να έρθουν. Γι’ αυτό δεν παραλείπει να του σκάσει ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, όλο νόημα. Η Μαρία προσπαθεί να αποφύγει τον καπνό από τα τσιγάρα της Βάσως και της Ιωάννας. Η Ισμήνη, πάλι, δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτε από όλα αυτά. Εδώ και ώρα είναι σιωπηλή και τα γαλάζια της μάτια ταξιδεύουν κάπου μακριά.
Η Ιωάννα ξαναπαίρνει το λόγο:
«Καλά, ο σερβιτόρος είναι μανάρι!...» και συνεχίζει το εγκώμιο της με άλλα πολλά περιγραφικά επίθετα που κάνουν τη Μαρία να αισθάνεται πως όλος ο κόσμος τις κοιτάζει και τις σχολιάζει.
Την διακόπτει η Βάσω:
«Ναι, αλλά κάτω τα χέρια σου απ’ αυτόν, γιατί εγώ τον είδα πρώτη!»
«Και δεύτερη να τον είχες δει, πάλι εσένα θα προτιμούσε!» και εκεί ακολουθεί ένας μονόλογος της Ιωάννας όπου απαριθμεί ένα ένα όλα τα στραβά της σημεία και καταλήγει στο χιλιοειπωμένο της συμπέρασμα:
«Ενώ εσύ Βάσω, είσαι μια θεά!»
Δεν έχει άδικο. Η Βάσω έχει διαστάσεις και αναλογίες μοντέλου, μακριά ξανθά μαλλιά (βαμμένα, αλλά τι σημασία έχει αυτό;) και πράσινα γατίσια μάτια. Αυτό που την κάνει, όμως, ακαταμάχητη είναι ο τρόπος που μιλάει και κινείται. Δεν σταματά ποτέ να φλερτάρει με τη φωνή και το κορμί της, ακόμα και όταν πάει να αγοράσει τσιγάρα από το περίπτερο!
Η Ιωάννα, στο μεταξύ, έχει πιάσει το δεύτερο αγαπημένο της θέμα. Βασικά το ρεπερτόριο της περιορίζεται μονάχα σε δύο εναλλακτικές: Την καταδικαστέα εμφάνιση της και το γεγονός ότι είναι ακόμα παρθένα.
«Βρε Ιωάννα, θα βρεις κάποτε κι εσύ κάποιον, νέα κοπέλα είσαι ακόμα, δεν σε πήραν και τα χρόνια!» πετάχτηκε η Μαρία.
«Ναι, μιλάς και εσύ που είσαι με τον Μανόλη από τα 15 σου!» σχολίασε η Ιωάννα.
Η Μαρία έμενε στην ίδια γειτονιά με τον Μανόλη, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και οι γονείς τους ήταν φίλοι. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να μην καταλήξουν μαζί. Πολλοί προέβλεψαν πως αυτό δεν θα κρατούσε πολύ, ότι σύντομα θα βαριόταν ο ένας τον άλλο και η Βάσω συμβούλευε συνέχεια την Μαρία να προσπαθήσει να αποκτήσει και εμπειρίες με άλλους άντρες, γιατί αλλιώς πως θα μπορούσε να ξέρει ότι ο Μανόλης ήταν ο κατάλληλος, εάν δεν είχε μέτρο σύγκρισης; Παρ’ όλα αυτά το ζευγάρι έκλεινε αύριο τα 7 χρόνια σχέσης και ένιωθαν πολύ ευτυχισμένοι. Δεν θα μπορούσε ο ένας να φανταστεί τη ζωή του, χωρίς τον άλλο.
Η συζήτηση των κοριτσιών πήρε σύντομα τη γνωστή τροπή. Όλες να λένε στην Ιωάννα τι θα έπρεπε να κάνει για να λύσει το «πρόβλημα» της.
«Αχ παρθένα θα πεθάνω!» αναστέναξε η Ιωάννα τελικά.
Η Ισμήνη αποφάσισε επιτέλους να συμμετάσχει στην κουβέντα:
«Πως έχουν αλλάξει οι εποχές! Παλιότερα ήταν ντροπή να χάσει μια κοπέλα την παρθενιά της πριν το γάμο, τώρα δεν τολμά κανείς να ομολογήσει το αντίθετο. Και γιατί το κάνατε τόσο μεγάλο θέμα πια; Λες και δεν υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθούμε!»
«Καλά, εσένα ξέρουμε ότι δεν σ’ ενδιαφέρει καθόλου το σεξ, καλή μου! Εσύ ερεθίζεσαι δουλεύοντας ή διαβάζοντας φιλοσοφικά βιβλία!» της πέταξε η Βάσω.
«Δεν είπα ότι δεν μ’ ενδιαφέρει, αλλά θα προτιμούσα να προϋπάρχει το συναίσθημα. Να είμαι ερωτευμένη και να νιώθω ότι οι ψυχές μας επικοινωνούν μεταξύ τους.»
«Μα ούτε ερωτευμένη σε έχουμε δει ποτέ. Δεν σε ακούσαμε ποτέ να μας μιλάς για κάποιον που σ’ αρέσει.»
«Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις, γιατί δεν είσαι συνέχεια μαζί μου. Αλλά και να υπήρχε κάποιος, δε θα σας περιέγραφα με όλες τις πιπεράτες λεπτομέρειες πως κάνουμε έρωτα. Είναι κάτι προσωπικό, που αφορά μονάχα εμένα κι εκείνον.»
Η Μαρία έσκασε στα γέλια, γιατί κατάλαβε ότι εδώ η Ισμήνη εννοούσε τη Βάσω. Τα υπόλοιπα κορίτσια είχαν απομείνει να την κοιτάζουν. Τους είχε φοβίσει. Πρώτη φορά, την έβλεπαν τόσο σοβαρή και απόλυτη.
Την σιωπή τους έσπασε ο κούκλος σερβιτόρος. Τα χαμόγελα της Βάσως είχαν κάνει τη δουλειά τους:
«Γνωριζόμαστε από κάπου ή σε τι οφείλω τα γλυκύτατα χαμόγελα σου;»
«Όχι, δε γνωριζόμαστε, αλλά καιρός να γνωριστούμε, δεν νομίζεις;»
«Σχολάω στις πέντε. Τι θα έλεγες να περάσεις και να πάμε καμιά βόλτα;»
Έτσι απλά κανονίστηκαν όλα. Πριν φύγει, ο σερβιτόρος τους κέρασε τους καφέδες και τελικά είπε:
«Γεια σας κορίτσια!»
«Μόνο τώρα πρόσεξε ότι υπάρχουμε και εμείς οι υπόλοιπες!», παρατήρησε πικρόχολα η Ιωάννα.
Κανείς τους δεν είχε προσέξει ότι λίγο πριν της χαιρετήσει, τα σκούρα καστανά του μάτια είχαν κοιτάξει ελάχιστα δευτερόλεπτα παραπάνω την Ισμήνη και ότι εκείνη είχε ανταποδώσει το βλέμμα του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο..
Όταν εκείνη σηκώθηκε να φύγει με τη δικαιολογία ότι ήθελε να προλάβει το μαρκετ ανοιχτό, καμιά τους δεν πρόσεξε τη νευρικότητα της. Άλλωστε την είχαν συνηθίσει έτσι. Πάντα ήταν λίγο παράξενη και κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν. Έμοιαζε να ζει στο δικό της κόσμο. Δούλευε, όχι επειδή είχε κάποια οικονομική ανάγκη, αλλά επειδή ήθελε να είναι ανεξάρτητη από τους γονείς της. Οι φίλες της δεν καταλάβαιναν γιατί προτιμούσε να κουράζεται εφόσον μπορούσαν να την συντηρήσουν οι δικοί της. Φαινόταν όμως ευχαριστημένη με τον τρόπο ζωής της. Έπαιζε βιολί, πήγαινε συχνά στο θέατρο και λάτρευε το διάβασμα. Όλοι, όμως, αποζητούσαν την παρέα της γιατί ήταν πάντα εκεί όταν τη χρειαζόταν και έμοιαζε να σε καταλαβαίνει χωρίς να χρειάζεται να της πεις πολλά, αλλά εσύ της τα έλεγες έτσι κι αλλιώς, επειδή ένιωθες καλύτερα μετά.
Κάπως έτσι είχε γνωρίσει και τον Αχιλλέα, το σερβιτόρο. Τότε δεν έκανε ακόμα αυτή τη δουλειά. Μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ιστορία της τέχνης. Η Ισμήνη ήταν τότε 19 χρονών, ο Αχιλλέας 25. Εδώ και 2 μήνες έβγαινε με την ξαδέλφη της, την Γεωργία, η οποία εκείνη την ημέρα είχε διοργανώσει ένα πάρτι για τα γενέθλια της. Οι πολυάριθμοι καλεσμένοι της Γεωργίας, δεν της επέτρεπαν να ασχοληθεί μαζί του και καθώς εκείνος δεν ήξερε κανέναν άλλο, είχε αρκεστεί στην συντροφιά του ποτού του
Η Αθηνά του έφερε ένα πιάτο με διάφορα σνακ:
«Φάε και λίγο, μην πίνεις με άδειο στομάχι.»
«Μην ανησυχείς δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό.» της απάντησε και μετά αναλογίστηκε πως αυτός δεν ήταν και ο καλύτερος τρόπος για να κάνει εντύπωση σε μια συγγενή της κοπέλας του.
«Ξέρω, όταν πίνεις έχεις την ψευδαίσθηση πως τα βρίσκεις περισσότερο με τον εαυτό σου.»
Ο Αχιλλέας ξαφνιάστηκε. Μήπως ήταν μέντιουμ το κοριτσάκι; Μέσα σε δύο λεπτά είχε μυριστεί τι του συνέβαινε. Μια ζωή ένιωθε πως δεν μπορούσε να βρει κάτι που να τον γεμίζει. Είχε δοκιμάσει τα πάντα, είχε πειραματιστεί με οτιδήποτε, μα όλα κατέληγαν στο ίδιο κενό. Τώρα πια δεν τον ένοιαζε. Είχε συμβιβαστεί με την ματαιότητα της ύπαρξης του, ότι πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του θα παρέμενε άγνωστο. Είχε συνηθίσει.
Η Ισμήνη του κράτησε συντροφιά ως το τέλος της βραδιάς. Συζήτησαν για ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Αρχικά για την τέχνη που τους ενδιέφερε και τους δύο, αλλά πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν και σε ποικίλα άλλα θέματα. Του έκανε εντύπωση που η μικρή είχε μιαν απάντηση για όλα. Δεν ήταν τόσο οι γνώσεις που θαύμαζε, όσο το ότι έβρισκε την καταλληλότερη απάντηση σε κάθε τι που την ρωτούσε.
Μα και η Ισμήνη, είχε συμπαθήσει τον Αχιλλέα. Φαινόταν άνθρωπος «ψαγμένος», γεμάτος ενδιαφέροντα και αναπάντητα ερωτήματα. Ήταν χειρότερος από την ίδια. Δεν θεωρούσε τίποτα δεδομένο. Αμφισβητούσε τα πάντα κι έψαχνε την αλήθεια κάτω από την επιφάνεια.
Χωρίς να το καταλάβει ούτε ο ίδιος, της μίλησε για τα φοιτητικά του χρόνια και τις άπειρες τρέλες που είχε κάνει και εκείνη ενθουσιάστηκε για τον πλούτο τον εμπειριών του, αν και ήξερε καλά ότι η ίδια δεν χρειαζόταν να τα ζήσει όλα αυτά για να μάθει, είχε το δικό της τρόπο. Εξάλλου έβλεπε ότι ο Αχιλλέας δεν είχε βρει αυτό που έψαχνε, κυρίως επειδή του διέφευγε η φύση αυτού που έψαχνε. Όταν έχεις μάθει να αγαπάς το σκοτάδι, το φως σε τρομάζει.
Η παρέμβαση της εξαδέλφης τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Μα πότε είχαν φύγει όλοι οι καλεσμένοι;
«Αχ, Ισμήνη είχα υποσχεθεί να σε πάω σπίτι, μα είμαι πτώμα. Θα καλέσω ταξί και θα στο πληρώσω εγώ.»
«Άσε Γεωργία, θα την πάω εγώ και θα ξανάρθω μετά.» προθυμοποιήθηκε ο Αχιλλέας.
Δεν ξαναγύρισε, όμως, εκείνο το βράδυ, ούτε και κανένα άλλο. Ένιωθε τύψεις για ότι είχε ακολουθήσει μετά με την Ισμήνη. Δεν θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τη Γεωργία, μα πολύ περισσότερο δεν άντεχε να ξαναδεί την Ισμήνη.
Η Ισμήνη πάλι δεν τα είδε τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Ήξερε ότι η ξαδέλφη της δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δεν δικαιολογούσε τη συμπεριφορά της έτσι, απλά προτιμούσε να δώσει μεγαλύτερη σημασία στα γεγονότα. Όταν ο Αχιλλέας της έδωσε το πρώτο διστακτικό φιλί, εκείνη δεν εμπόδισε τη συνέχεια.. Όλα εξελίχθηκαν τόσο φυσικά και όμορφα, που δεν το μετάνιωσε στιγμή. Ο ίδιος, σε αντίθεση με την Ισμήνη, ήταν πιο αγχωμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν εκείνη και φοβόταν ότι εξαιτίας της απειρίας της δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τι ακριβώς έκαναν.
Είχε καιρό να νιώσει τόση επιθυμία για μια γυναίκα, η αλήθεια ήταν πως δεν θυμόταν αν είχε αισθανθεί στο παρελθόν κάτι παρόμοιο. Γι’ αυτό θέλησε να είναι ειλικρινής απέναντι της:
«Ξέρεις, δεν γίνεται να ξαναβρεθούμε.»
Φοβήθηκε ότι η Ισμήνη θα έβαζε τα κλάματα ή θα ζητούσε να μάθει το γιατί. Δεν ήξερε ούτε τι να κάνει, ούτε τι να της απαντήσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη του απάντησε απλά πως το ήξερε και συνέχισε να τον κρατάει στην αγκαλιά της, η αίσθηση της οποίας τον συντρόφευε για πολύ καιρό μετά…

12 Comments:

Blogger zero said...

Καταπληκτικος ο Καφες.
Αχ! αυτες οι γυναικες τι μας κανουν.
Ωραιο ποστ φιλε!

ζερο.

9:45 AM  
Blogger Τελευταίος said...

Ωραία ιστορία και εξίσου ωραία η αφήγηση. Μαγευτική σαν παραμύθι...!

10:23 AM  
Blogger homelessMontresor said...

Thanks... :-)

3:32 AM  
Blogger roidis said...

πότε για καφέ κορίτσια;

(οι γυναίκες στην κουζίνα!)

5:39 AM  
Blogger homelessMontresor said...

Ροίδη με εξέπληξες! Πιστευείς οτι η θέση της γυναίκας είναι στην κουζίνα;!!! Και εσύ τέκνον Βρούτε? :Ρ

2:51 PM  
Blogger roidis said...

όχι τα κορίτσια, οι γυναίκες είπα.

Αμαρτωλή!

12:51 AM  
Blogger homelessMontresor said...

Μα και τα κορίτσια γυναίκες δεν θα γίνουν όταν μεγαλώσουν? Αλλά σας ξέρω εσάς... τα κορίτσια τα πηγαίνετε για καφέ και μετά όταν γεράσουν καταλήγουν στην κουζίνα! Άδικη κοινωνία!

8:03 AM  
Blogger Mari-R1 said...

:p gorgeous story..foveri afigisi..:)

9:23 AM  
Blogger homelessMontresor said...

merci Mari! :-)

10:02 AM  
Blogger me said...

Ax auta ta koritsia otan pane gia kafe...;-)

4:12 PM  
Blogger homelessMontresor said...

Hello Prospero! Άσε μια κοριστοπαρέα είναι ικανή να ξεσηκώσει ολόκληρο μαγαζί, τα ξέρω από πρώτο χέρι... :-)

6:45 AM  
Anonymous Anonymous said...

You have an outstanding good and well structured site. I enjoyed browsing through it acetaminophen butalbital caffeine and codeine online Zyban bulimia Buy ritalin online search

10:30 AM  

Post a Comment

<< Home