Tuesday, May 29, 2007

Ο Κώνωψ


Βρε άσε με να κοιμηθώ! Όλη την ώρα βουίζεις πάνω από το κεφάλι μου! Αφού σου είπα, είμαι κουρασμένη! Μέρες έχω να κοιμηθώ! Τι σε νοιάζει γιατί; Λογαριασμό θα σου δώσω! Ξέρουμε και οι δύο ότι δε θα με τσιμπήσεις! Αν ήθελες θα το είχες κάνει ήδη. Οπότε άσε με στην ησυχία μου και πήγαινε να ενοχλήσεις κανέναν άλλο! Καλά, μείνε αφού επιμένεις. Γίνεται, όμως, τουλάχιστον να μην κάνεις αυτόν τον ενοχλητικό θόρυβο; Δεν με τσιμπάς επιτέλους να τελειώνουμε; Τι πάει να πει εσύ δεν είσαι ένας απλός κώνωψ, σε λένε Ριχάρδο (ο κουνουπόκαρδος;;;) και πίνεις μόνο αίμα αριστοκρατών;

Τότε τι κάνεις εδώ; Προσπαθείς να μου σπάσεις τα νεύρα; Είδες φως και μπήκες; Τι θέλω και εγώ και ανάβω νυχτιάτικα το μικρό φωτιστικό δίπλα από το κρεβάτι για να διαβάσω! Άκουσέ με σπόρε, αν δε φύγεις τώρα, θα αναγκαστώ να λάβω πιο δραστικά μέτρα. Δε θα σε πετύχω; Θα τα καταφέρω κάποια στιγμή, δε μπορεί!

ΣΛΑΑΑΤΣ!

Επιτέλους, ησύχασα!

ΣΒΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ

Αχ όχι! Ριχάρδε εσύ είσαι πάλι; Ο Μπάμπης είσαι; Ποιος Μπάμπης;

Φευ! Ούτε απόψε θα κοιμηθώ!

Friday, May 04, 2007

Φαντάσματα

Περίεργο πράγμα η μνήμη. Μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα εχθές, αλλά θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια ένα βλέμμα που με αναζητούσε γεμάτο προσμονή πριν 3 χρόνια. Οι μέρες μου τον τελευταίο καιρό είναι τόσο γεμάτες γεγονότα που δεν προλαβαίνω καν να στεναχωρηθώ ή να χαρώ για κάτι. Κι όμως μπορεί όλη μέρα να κουβαλάω την αίσθηση του φιλιού που μου έδωσες εχτές το βράδυ ή να χαμογελάω μόνη μου με εκείνη την πανέξυπνη ατάκα που μου είπες για καλημέρα όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο σήμερα το πρωί. Μαζεύω τις στιγμές μας και τις ανακαλώ τις άπειρες φορές που μου λείπεις.

Τώρα κάθομαι δίπλα σου, ενώ εσύ οδηγάς. Δε θυμάμαι που είπες ότι θα πάμε. Όταν είμαι μαζί σου, ξεχνάω τον έξω κόσμο και δεν με νοιάζει που βρίσκομαι, αρκεί να βρίσκομαι μαζί σου. Ο έξω κόσμος παίρνει άλλες διαστάσεις, μοιάζει μαγικός, μυστηριακός και όμως τόσο αληθινός. Πιο αληθινός απ’ όταν είμαι μακριά σου κι ας είναι τότε πιο ρεαλιστικός και υλιστικός.

Ανεβάζεις ταχύτητα, θες να προσπεράσεις ένα παμπάλαιο πράσινο αυτοκίνητο που ανήκει σε έναν παππού με τεράστια γυαλιά σαν κιάλια. Και τότε τους βλέπω! Εσύ δεν τους πρόσεξες γιατί πρέπει να φρενάρεις απότομα! Μα κι αυτό το αλλοπρόσαλλο φανάρι, πως αποφάσισε έτσι ξαφνικά να ανάψει κόκκινο;

Εκείνη περνάει το χέρι της κάτω από το μπράτσο του για να κρατηθούν αγκαζέ. Είναι τόσο χαρούμενη που τον βλέπει μετά από τόσο καιρό. Εκείνος πάλι ξαφνιάζεται από την κίνηση της. Περίμενε να του κρατάει μούτρα που δεν είχε φροντίσει να ειδωθούν νωρίτερα. Μα δε θυμώνει ποτέ αυτό το κορίτσι; Μοιάζει εξωπραγματική έτσι. Θα ήθελε να τη δει κάποτε εξαγριωμένη, έστω θυμωμένη, θα έμοιαζε πιο αληθινή έτσι. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι αληθινή. Αν ήταν, δε θα ήταν μαζί του. Μια αληθινή κοπέλα θα τον είχε στείλει στο διάολο πολύ νωρίτερα! Μάλλον περπατάει δίπλα του κάποιο πνεύμα για μοναχικούς ανθρώπους, που του κρατάει συντροφιά όταν η μοναξιά γίνεται αβάσταχτη. «Να τώρα, αν θα γυρίσω προς το μέρος της, θα ανακαλύψω ότι δεν υπάρχει κανείς δίπλα μου!», σκέφτεται και την κοιτάζει ίσια στα μάτια και βλέποντας την ακόμα εκεί της σκάει ένα από τα σπάνια χαμόγελα του.

Απλές στιγμές που τις εξυψώνουμε και τις θυμόμαστε για πολύ καιρό. Τώρα πέρασα από εκείνο το σημείο και συνάντησα κάποια φαντάσματα του παρελθόντος. Και να λίγο πιο κάτω, πάλι, δυο άλλα φαντάσματα, καθισμένα σε μια καφετέρια. Στην πραγματικότητα θα ήθελαν να κάνουν κι οι δύο παθιασμένο έρωτα παρά τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά εκείνη τη στιγμή περιορίζονται στο να σχολιάζουν το άψογο σέρβις του μαγαζιού. Παράλληλα, όμως, η γλώσσα του σώματος τους προδίδει. Εκείνος προσπαθεί να διακρίνει τι υπάρχει κάτω από το ημιδιάφανο καλοκαιρινό μπλουζάκι της και εκείνη- μην παραλείποντας να το προσέξει αυτό- παίζει με τα δάχτυλα και τα χείλη της με το καλαμάκι του φραπέ.

Μόνο που σήμερα δεν είναι Ιούλιος, μα μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Κάποιος κρατάει σφιχτά το χέρι μου, σαν να θέλει να με τραβήξει πίσω στο παρόν. Τα καταφέρνει. Ή μάλλον τα καταφέρνεις. Αμέσως σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν να κολυμπούσα μέσα στα μάτια σου, να έκανα τσουλήθρα πάνω στη μύτη σου ή τραμπάλα με τη γλώσσα σου ή ακόμα καλύτερα να χανόμουν στον λαβύρινθο των αυτιών σου, αφού είχα κάνει έναν περίπατο στο λαιμό και αυχένα σου.

«Η πόλη αυτή είναι γεμάτη φαντάσματα έτσι;», με ρωτάς. Πάλι διάβασες τη σκέψη μου; Μήπως είδες κι εσύ τα φαντάσματα των αναμνήσεων μου; Δεν μπορεί! Το πιθανότερο είναι να αναγνωρίζεις το βλέμμα μου. Εξάλλου, εσύ κι αν δεν ξέρεις από φαντάσματα! Θα πρέπει να σε ακολουθεί στρατός ολόκληρος! Πολλές φορές σε πιάνω να «βλέπεις» κάποιο από αυτά. Ακούς ένα τραγούδι και το σιγοτραγούδας σαν να βρίσκεσαι κι εσύ κάπου αλλού, βγαίνουν στην επιφάνεια συναισθήματα που δεν μου ανήκουν και προσπαθώ να τα διακρίνω κι εγώ, να ζήσω κι εγώ μαζί σου (ή μήπως «μαζί σας») τη στιγμή αυτή.

«Γλυκιά μου, μην προσπαθείς να πας εκεί που ήμουν πριν, δεν φτιάχτηκε για σένα αυτός ο δρόμος, ούτε κι εγώ μπορώ να πάρω μέρος στις προηγούμενες εκδρομές σου. Μονάχα, ας φροντίσουμε να απολαύσουμε όσο περισσότερο μπορούμε τη διαδρομή που επιλέξαμε να διανύσουμε τώρα μαζί.»

Δίκιο έχεις. Να μια ατάκα που θα θυμηθώ αν ξαναπεράσω από εδώ, όταν θα έχεις γίνει και εσύ ένα ακόμη γλυκό φαντασματάκι της καρδιάς μου.

P.s. Και αυτό το κείμενο είναι εν μέρει φάντασμα γιατί το είχα γράψει παλιότερα, αλλά δεν το είχα ποστάρει τότε.